щеголеватый - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

щеголеватый - translation to πορτογαλικά


щеголеватый      
garrido, janota, catita ; (утонченный) rebuscado
liró adj      
разг щеголеватый
sécio      
I. adj
1) щеголеватый, франтоватый;
II. m щеголь, франт

Ορισμός

щеголеватый
прил.
1) а) Нарядно, со щегольством (1) одетый (о человеке).
б) разг. Молодцеватый, бравый.
2) Изысканный, модный, дорогой (об одежде).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για щеголеватый
1. "Щеголеватый русский" - так назвала Яковлева FOX.
2. Фронтмен - щеголеватый трубач Рой Харгроув не тянул на ведущую роль.
3. После чего туда заглянули Владимир Винокур и щеголеватый Лев Лещенко.
4. Вскоре Щеголеватый дон оказался за решеткой, где и умер в 2002 году от рака.
5. Сергей Никифоров (Кирилл Сафонов) Всегда щеголеватый Сергей не сильно изменился спустя пять лет.